Με κοινές στρατηγικές και ανταλλαγή τεχνογνωσίας
Ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Υγείας, Γιάννης Μπασκόζος, κατά την παρέμβασή του στην Τεχνική Ενημέρωση με θέμα την Ανταπόκριση στην αντιμικροβιακή αντοχή, που πραγματοποιήθηκε στο περιθώριο των εργασιών της 67ης Συνόδου του ΠΟΥ, επεσήμανε ότι δεν υπάρχουν «υγειονομικά σύνορα» και η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι οχυρό απέναντι στους κινδύνους και τις προκλήσεις για την προστασία της Δημόσιας Υγείας. Η μόνη δυνατή λύση είναι οι κοινές στρατηγικές, ο συντονισμός των κοινών δράσεων, η ανταλλαγή τεχνογνωσίας και οι ορθές πρακτικές. Όπως ανέφερε, οι διεθνείς προσπάθειες αντιμετώπισης της μικροβιακής αντοχής πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε συστήματος υγείας, την ανάπτυξη μιας ενεργούς και αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών (Δραστηριότητες Κοινής Δράσης ΑΜR, Ημέρα Ευαισθητοποίησης για τα αντιβιοτικά Π.Ο.Υ. / ECDC κ.λπ.), την ενίσχυση της διαδραστικής συνεργασίας μεταξύ ΠΟΥ και κρατών μελών η οποία επικεντρώθηκε στην υλοποίηση του σχεδίου δράσης AMR, καθώς και την καταγραφή όλων των εμπλεκομένων στο θέμα με στόχο την αλλαγή της συμπεριφοράς των επαγγελματιών υγείας σχετικά με την πολιτική ελέγχου τόσο των αντιβιοτικών όσο και των λοιμώξεων. Επίσης, Νομοθέτηση θεσμικών οργάνων και διαδικασιών με στόχο την αποτελεσματική αντιμετώπιση απειλών για τη δημόσια υγεία, όπως η αντιμικροβιακή αντίσταση όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και για τον υπόλοιπο κόσμο. Ο κ. Γενικός, τόνισε επίσης ότι κρίνεται απαραίτητη η συνεργασία σε περιφερειακό επίπεδο με χώρες υψηλού επιπολασμού για τη φυματίωση, ιδιαίτερα για την πολυανθεκτική μορφή της. Η ελληνική εμπειρία συγκλίνει με τα ευρωπαϊκά επιδημιολογικά δεδομένα σχετικά με τα νέα κρούσματα φυματίωσης, τη συνοσηρότητα με λοίμωξη HIV, καθώς και τους κινδύνους από μορφές της νόσου όπως η πολυανθεκτική (MDR-TB) και η υπερανθεκτική στα φάρμακα φυματίωση (XDR-TB). Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά δεδομένα του ΚΕΕΛΠΝΟ, στην Ελλάδα, η αναλογία των κρουσμάτων φυματίωσης είναι ~60% Έλληνες, ~40% αλλοδαποί, με τους Έλληνες να είναι μεγαλύτερης ηλικίας, έχοντας προσβληθεί από τη νόσο, σε μικρότερη ηλικία, ενώ οι αλλοδαποί ασθενείς είναι κυρίως σε παραγωγική ηλικία.
