top of page

Η επίπτωση του Covid-19 στα οξέα στεφανιαία σύνδρομα και τους καρδιαγγειακούς ασθενείς

Των Φ. Τουλγαρίδη και Γ. Φερεντίνου*


Εδώ και περίπου ενάμιση μήνα δίνουμε τη μάχη στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας απέναντι στον «αόρατο» εχθρό - την πανδημία του κορονοϊού - καθώς και απέναντι στο γνώριμο, χρόνιο, οφθαλμοφανή αντίπαλο - την πολιτική της εμπορευματοποίησης της Υγείας του λαού και των τραγικών συνεπειών της.


Πρόσφατα είδαμε με έκπληξη την κυβέρνηση να στέλνει ακόμη και την αστυνομία απέναντι στους «ήρωες με τις λευκές ποδιές, που κάνουν περήφανο κάθε Ελληνα», όταν το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, με αφορμή την Παγκόσμια Μέρα της Υγείας, διέπραξε το «αδίκημα» της διεκδίκησης ατομικών μέτρων προστασίας και απαίτησε την άμεση στελέχωση των «πεδίων διεξαγωγής των μαχών» με μόνιμο και εξειδικευμένο προσωπικό, επιτάσσοντας στον αγώνα αυτό και τις ιδιωτικές κλινικές και συναδέλφους του ιδιωτικού τομέα.


Τι βρίσκεται πίσω από τη μεγάλη στατιστική μείωση


Παρά λοιπόν τις διαβεβαιώσεις που ακούμε καθημερινά για το πόσο καλά τα καταφέρνει η χώρα μας στην αντιμετώπιση της φονικής πανδημίας, ως καρδιολόγοι σε μεγάλα νοσοκομεία παρατηρούμε όλο αυτό το διάστημα μια ανησυχητική εικόνα, αυτήν της μεγάλης στατιστικής μείωσης της προσέλευσης στα δημόσια νοσοκομεία ασθενών με οξέα στεφανιαία σύνδρομα, δηλαδή είτε με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, είτε με ασταθή στηθάγχη.


Αυτό, μάλιστα, το υπαρκτό γεγονός έγινε αντιεπιστημονικά πρωτοσέλιδο σε έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας, με το συμπέρασμα (;) ότι το «μένουμε σπίτι» έφερε μείωση των εμφραγμάτων!

Πρόκειται για διαπίστωση που προβληματίζει την παγκόσμια ιατρική κοινότητα, με τη δημιουργία πολλών μελετών από τις χώρες που πλήττονται, οι οποίες προσπαθούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο αυτό. Μέχρι στιγμής φαίνεται πως σε διεθνές επίπεδο, η μείωση αυτή κυμαίνεται σε ποσοστό 40% - 60%, με την αντίστοιχη ελληνική καταγραφή να ολοκληρώνεται το επόμενο διάστημα, δίνοντας και την ακριβή εικόνα.


Με βάση τα στοιχεία πολλών νοσοκομείων, η μειωμένη προσέλευση ασθενών με καρδιοπάθεια μπορεί κάπου ν' αγγίζει και το 60%. Αυτό φαίνεται και στον «Ευαγγελισμό», ο οποίος διαθέτει 80 καρδιολογικές κλίνες, συνήθως έχει πληρότητα 80% - 120% (βλ. ράντζα), ενώ τον τελευταίο μήνα η πληρότητα δεν ξεπερνά το 40%.


Συνεπώς, εντοπίζονται ιατρικά δεδομένα που τεκμηριώνουν το φόβο ο οποίος δικαιολογημένα υπάρχει στους καρδιοπαθείς ως ομάδα υψηλού κινδύνου για προσβολή από τον SARS-COV 2 και «μαθηματικά» τους οδηγεί στο να μένουν σπίτι παρά την ύπαρξη ακόμα και συμπτωμάτων!


Με άλλα λόγια, η ανησυχία τους μη νοσήσουν από τον κορονοϊό γίνεται αιτία καθυστερημένης ή ακόμα και μη έλευσής τους στα νοσοκομεία. Δεν έλειψαν μάλιστα περιπτώσεις ασθενών που πονούσαν για δύο μέρες και ήρθαν καθυστερημένα με εμφράγματα και μάλιστα με σοβαρές επιπλοκές.


Αυτό αποδεικνύεται όχι μόνο από την καταγεγραμμένη στατιστική μείωση σε σχέση με τις αντίστοιχες περιόδους των προηγούμενων ετών, αλλά και με την επανεμφάνιση νοσηροτήτων, όπως π.χ. μηχανικών μετεμφραγματικών επιπλοκών (ρήξη μεσοκοιλιακού διαφράγματος), ή την αύξηση εμφραγμάτων με Q κύμα (άρα σχετικά καθυστερημένων), που δεν παρατηρούσαμε το προηγούμενο διάστημα.


Στην παραπάνω διαπίστωση πρέπει να προστεθούν η διακοπή της λειτουργίας των εξωτερικών ιατρείων και προγραμματισμένων εξετάσεων, όπως λόγου χάρη οι λειτουργικές δοκιμασίες ισχαιμίας, δηλαδή το σπινθηρογράφημα του μυοκαρδίου ή η δοκιμασία κοπώσεως σε κυλιόμενο τάπητα, το follow up των εργαστηριακών τιμών αίματος, ο υπερηχογραφικός επανέλεγχος και οι προγραμματισμένες επεμβάσεις, όπως στεφανιογραφίες ή άλλες ηλεκτροφυσιολογικές επεμβάσεις.


Τα παραπάνω είναι πλέον κοινός τόπος, καθώς ήδη έχουν δημοσιοποιηθεί διαδικτυακά από πολλούς καρδιολόγους πανελλαδικά.


Ορισμένοι εύλογοι προβληματισμοί


Σε όλα τα παραπάνω δεδομένα, λοιπόν, θέτουμε ορισμένους εύλογους προβληματισμούς:

  • Δεν θα είχε αντικειμενικό όφελος για το λαό και ειδικά π.χ. για τους καρδιοπαθείς, η ικανοποίηση του πάγιου αιτήματος των μαχόμενων ιατρών και της ΟΕΝΓΕ για ουσιαστική ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας; Να ανοίξουν π.χ. Κέντρα Υγείας και μονάδες πρωτοβάθμιας περίθαλψης σε πυκνά γεωγραφικά διαστήματα, που θα επανδρωθούν και με ειδικούς καρδιολόγους, με μόνιμο χαρακτήρα, ώστε να μειωθεί η αναμονή για τον επανέλεγχο, αλλά και να ελαττωθεί ο αριθμός των ασθενών που προσεγγίζουν τα τριτοβάθμια ή τεταρτοβάθμια νοσοκομεία λόγω μη προηγούμενου ελέγχου τους στις λιγοστές αναλογικά δομές που υπάρχουν σήμερα. Αυτό θα βοηθούσε σημαντικά στο στενό έλεγχο των ασθενών με καρδιαγγειακές παθήσεις, που ειδικά σήμερα, εν μέσω κορονοϊού, έχουν ουσιαστικά σταματήσει να επανελέγχονται, όπως προαναφέραμε, και λόγω απουσίας τέτοιων δομών, αλλά και λόγω του φόβου έκθεσης στον ιό προσερχόμενοι σε νοσοκομεία αναφοράς προκειμένου να εξυπηρετηθούν για τις χρόνιες ανάγκες τους.

  • Εδώ επίσης μπορεί να υπογραμμιστεί η θέση της Ομοσπονδίας για το ρόλο του οικογενειακού ιατρού. Πόσο ταχύτερα και ασφαλέστερα θα μπορούσε σήμερα να γίνονται η πρόληψη, η διάγνωση, η παρακολούθηση των χρόνιων νοσημάτων όπως της στεφανιαίας νόσου ή της καρδιακής ανεπάρκειας, αν ο οικογενειακός γιατρός θεσπιζόταν με το χαρακτήρα που προτείνει για παράδειγμα η Ομοσπονδία; Δηλαδή να διαρθρωνόταν με τέτοιο τρόπο το σύστημα Υγείας που να διόριζε οικογενειακούς γιατρούς ενταγμένους σε αυτό (π.χ. με την ειδικότητα του γενικού γιατρού), με την ευθύνη παρακολούθησης και χαρτογράφησης των κατοίκων μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής έκτασης (με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της) και του τακτικού επανελέγχου τους. Αν αυτοί αξιοποιούσαν όλα τα σύγχρονα διαγνωστικά μέσα, δίχως τους σημερινούς απαράδεκτους περιορισμούς - φραγμούς αναγκαίων εξετάσεων (που υπάρχουν στην ισχύουσα εφαρμογή του θεσμού για να εξορθολογίσουν τις «πλεονάζουσες εξετάσεις που δικαιολογεί ο ΕΟΠΥΥ», σε μια λογική «κόστους - οφέλους» της Υγείας), δεν θα είχε όφελος πραγματικά ο λαός από την εγκυρότερη διάγνωση; Αντίστοιχα συμπεράσματα βγαίνουν και από την αδήριτη ανάγκη άμεσου διορισμού γιατρών Εργασίας σε κάθε κλάδο, ιδίως στους μεγάλους εργασιακούς χώρους, εκεί όπου σήμερα είναι ανύπαρκτοι.

  • Την ώρα που προωθείται το ιδεολόγημα ότι η τηλεργασία και η ασφάλεια που αισθάνονται οι εργαζόμενοι στο σπίτι τους «μειώνουν το επαγγελματικό άγχος», ας αναρωτηθούμε: Είναι έτσι τα πράγματα; Η απάντηση είναι όχι. Μπορεί συγκυριακά ο εργαζόμενος να αισθάνεται ότι προφυλάσσει την υγεία του από τον κορονοϊό, αλλά μελέτες επιβεβαιώνουν ότι δίπλα στα άλλα προβλήματα υγείας που «συνοδεύουν» την τηλεργασία, καταγράφονται επίσης αυξημένα επίπεδα στρες και χαμηλή ικανοποίηση από την εργασία. Και επειδή η τηλεργασία ήρθε για να μείνει, οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι οι πολλές ώρες εργασίας και τα «ευέλικτα» ωράρια που τη χαρακτηρίζουν, οδηγούν σε μια σειρά άλλα προβλήματα υγείας, όπως διαταραχές ύπνου, καρδιαγγειακά προβλήματα, ορμονικά κ.ά. Αλλά ακόμα και σε ό,τι αφορά το «επαγγελματικό άγχος», ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που αυτό κατακλύζει σήμερα τους εργαζόμενους και συνεπώς επιβαρύνει σημαντικά την υγεία τους; Δεν είναι ο φόβος μιας επικείμενης απόλυσης; Τα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη» κατέγραψαν 110.000 απολύσεις μέσα στις πρώτες τρεις βδομάδες του Μάρτη στη χώρα μας! Δεν είναι η ανησυχία των εργαζομένων για τις «ελαστικές» σχέσεις εργασίας που είναι πλέον ο κανόνας σε κάθε εργασιακό κλάδο ή η καθημερινή πάλη που δίνουν για να τα φέρουν βόλτα με τα έξοδα των απαραίτητων λειτουργικών αναγκών, την ανατροφή των παιδιών, την εξόφληση δανείων ή πιθανών «κόκκινων» δανείων που 1 στις 4 οικογένειες αντιμετωπίζει; Εκλείπει κανείς απ' αυτούς τους παράγοντες με την τηλεργασία; Προφανώς όχι! Αρα, και σε «κανονικές» συνθήκες, όπως και τώρα στην πανδημία, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι άκρως ανθυγιεινός για τους εργαζόμενους!


Οι χρόνιες παθήσεις ούτε σταματούν ούτε μπαίνουν σε «καραντίνα»...


Δεν κρύβουμε τη μεγάλη ανησυχία μας για το άμεσο μέλλον του λαού και της ομάδας των καρδιοπαθών. Οι χρόνιες παθήσεις γνωρίζουμε ότι ούτε σταματούν ούτε μπαίνουν σε «καραντίνα».


Η πολιτική της κυβέρνησης και όλων των προηγούμενων στην Υγεία είναι κομμένη και ραμμένη στις ανάγκες της υγείας - εμπόρευμα των μονοπωλίων. Τα νοσήματα της καρδιάς δεν λύνονται με τηλεϊατρική και δεν μπορούν να μένουν σπίτι! Επίσης, ελλοχεύει ο κίνδυνος, όπως προκύπτει και από τη διεθνή βιβλιογραφία και τις επιστημονικές συζητήσεις, να παρατηρηθεί μεγαλύτερη αύξηση των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων το επόμενο διάστημα ακριβώς λόγω της καραντίνας, σε ένα σύστημα Υγείας που αιμορραγεί, γεγονός που πρέπει να το λάβουμε υπόψη για την αντιμετώπισή τους μετά την πανδημία.


Σήμερα, υπάρχουν πραγματικά όλες οι προϋποθέσεις όχι απλά για σωστή και έγκαιρη θεραπεία, αλλά κυρίως για πρώιμη διάγνωση και τακτική καρδιολογική παρακολούθηση, σε ένα σύστημα Υγείας που δεν θα είναι ενταγμένο σε στενούς αιματοβαμμένους προϋπολογισμούς, αλλά θα λειτουργεί αξιοποιώντας όλα τα επιστημονικά επιτεύγματα για τις σύγχρονες ανάγκες της υγείας του λαού.


* Των Φώτη Τουλγαρίδη - Γιώργου Φερεντίνου

Ειδικευόμενοι Καρδιολογίας στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός»


Αναδημοσίευση από τον «Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου» 25-26 Απρίλη 2020

Comments


bottom of page